θορυβῶδες

θορυβῶδες
θορυβώδης
uproarious
masc/fem voc sg
θορυβώδης
uproarious
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • плищавыи — (1*) пр. Шумный, суетливый, беспокойный. Плищавоѥ средн. в роли с.: а оному [житью] дѣлнѣишю паче и потребнѣишю. но плiщаваго не ѹбѣгающю. (τὸ… ϑορυβῶδες) ГБ к. XIV, 168г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καγχασμός — ο (Α καγχασμός) [καγχάζω] 1. θορυβώδες ηχηρό γέλιο, χάχανο 2. σαρκαστικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • καστελέτο — το φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο («πάμε μην έρθει εδώ ο μπουρδιάς και κάμει καστελέτο», Στάθης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casteleto] …   Dictionary of Greek

  • καυκαλίας — καυκαλίας, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka , kokila και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα *kau «ουρλιάζω» ή *kawā «θορυβώδες,… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή, η οποία εφάπτεται στον λαιμό του ανθρώπου. Κατ’ αντιστοιχία με τον λάρυγγα μετατρέπει τους παλμούς που παράγονται από τις φωνητικές χορδές σε ανάλογα διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα. Κατόπιν η ανθρώπινη φωνή αναπαράγεται… …   Dictionary of Greek

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • παρατράγουδο — το απρεπές και θορυβώδες επεισόδιο, ατόπημα, άτοπο συμβάν …   Dictionary of Greek

  • πατατράκ — το 1. απροσδόκητη αποτυχία 2. θορυβώδες επεισόδιο που δημιουργεί πάταγο 3. σύγχυση, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patatrac] …   Dictionary of Greek

  • σαματάς — ο, Ν 1. θόρυβος, ταραχή 2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata] …   Dictionary of Greek

  • ψαυγές — Α (κατά τον Ησύχ.) «θορυβῶδες» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”